- ατοιχος
- ἄτοιχοςἄ-τοιχος2не обнесенный стенами, т.е. открытый
(περιβολαὴ σκηνωμάτων Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(περιβολαὴ σκηνωμάτων Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
άτοιχος — η, ο (Α ἄτοιχος, ον) ο χωρίς τοίχους … Dictionary of Greek
ἄτοιχον — ἄτοιχος unwalled masc/fem acc sg ἄτοιχος unwalled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτοίχους — ἄτοιχος unwalled masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)